- πυρσούριον
- πυρσούρ-ιον, τό,= φρυκτώριον, Poll.9.14 (-ούργια codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρσούριον — τὸ, Α [πυρσουρός] τόπος, σταθμός όπου οι φύλακες άναβαν πυρσούς με τους οποίους μετέδιδαν σήματα σε επόμενο σταθμό, αλλ. φρυκτώριον … Dictionary of Greek
πυρσουρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ το πυρσούριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσουρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek